Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ανθρακικός, οξύ

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ανθρακικό οξύ ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία