rafraîchissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rafraîchissement | rafraîchissements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrafraîchissement (fr) θηλυκό
- το αναψυκτικό
- το φρεσκάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
rafraîchissement | rafraîchissements |
rafraîchissement (fr) θηλυκό