πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμονάδα οι λεμονάδες
      γενική της λεμονάδας των λεμονάδων
    αιτιατική τη λεμονάδα τις λεμονάδες
     κλητική λεμονάδα λεμονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.moˈna.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεμονάδα
ένα ποτήρι λεμονάδα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεμονάδα θηλυκό

  • δροσιστικό αναψυκτικό από χυμό λεμονιού (με ή χωρίς ζάχαρη)
  λεμονάδα από φυσικό χυμό / λεμονάδα με ανθρακικό
  • (συνεκδοχικά) το παραπάνω ποτό συσκευασμένο σε μπουκάλι ή μεταλλικό κουτί
  ένα κασόνι λεμονάδες

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία