Ετυμολογία

επεξεργασία
limonata < limone

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
limonata limonate

limonata (it)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
limonata < (άμεσο δάνειο) ιταλική limonata

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /limɔnɑˈtɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: li‐mo‐na‐ta

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

limonata (tr)