Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμονίτα οι λεμονίτες
      γενική της λεμονίτας των λεμονιτών
    αιτιατική τη λεμονίτα τις λεμονίτες
     κλητική λεμονίτα λεμονίτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεμονίτα < ιταλικά lemonita

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεμονίτα θηλυκό

  • αεριούχος λεμονάδα που περιέχει τουλάχιστον μια μικρή ποσότητα από χυμό λεμονιού, σε αντίθεση με την απλή λεμονάδα που πιθανόν να περιέχει μόνο εκχύλισμα ή άρωμα λεμονιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία