συνδιάλεξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιάλεξη | οι | συνδιαλέξεις |
γενική | της | συνδιάλεξης* | των | συνδιαλέξεων |
αιτιατική | τη | συνδιάλεξη | τις | συνδιαλέξεις |
κλητική | συνδιάλεξη | συνδιαλέξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιαλέξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνδιάλεξη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνδιάλεξις (μαρτυρείται από το 1856) [1] < συνδιαλέγομαι, συνδιαλεγ- + -σις > -ξις > -ξη.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + διάλεξη.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sinˈði̯a.le.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐ά‐λε‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδιάλεξη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδιάλεξη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 955, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ συνδιάλεξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας