Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσλεξία οι δυσλεξίες
      γενική της δυσλεξίας των δυσλεξιών
    αιτιατική τη δυσλεξία τις δυσλεξίες
     κλητική δυσλεξία δυσλεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσλεξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyslexie < αρχαία ελληνική δυσ- + -λεξία (λέξις)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiz.leˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσ‐λε‐ξί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσλεξία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δυσ- και λέγω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία