δυσλεξικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσλεξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyslexique < αρχαία ελληνική δυσ- + λεκτικός (λέξις < λέγω)
Επίθετο
επεξεργασίαδυσλεξικός, -ή, -ό
- (ιατρική, εκπαίδευση) άλλη μορφή του δυσλεκτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσλεξικός
|