δυσαριθμησία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυσαριθμησία < δυσ- + αρίθμησ(η) + -ία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.sa.ɾiθ.miˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σα‐ριθ‐μη‐σί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυσαριθμησία θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική, εκπαίδευση) είδος μαθησιακής δυσκολίας στην οποία υπάρχει δυσκολία στην τέλεση μαθηματικών πράξεων
- ※ Σύμφωνα με τους επιστήμονες στους οποίους ανήκει η μελέτη, το εκπαιδευτικό σύστημα, το κράτος αλλά και οι γονείς πρέπει να δώσουν στη δυσαριθμησία τη σημασία που της αξίζει, με δεδομένο ότι οι αριθμοί αποτελούν τον κοινό «κώδικα επικοινωνίας» των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. (Δυσαριθμησία: μεταμορφώνει τους αριθμούς σε τέρατα!, Το Βήμα, 1 Ιουλίου 2011)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυσαριθμησία
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr