δε βγάζω λέξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
δε βγάζω λέξη
- δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα από ένα δυσανάγνωστο κείμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δε βγάζω λέξη
|