ακυριολεξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακυριολεξία < α- στερητικό + κυριολεξία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακυριολεξία θηλυκό
- η χρήση μιας λέξης ή φράσης κατά τρόπο που δεν συμφωνεί με την πραγματική ή συνήθη σημασία της
ακυριολεξία θηλυκό