επί λέξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επί λέξει < (λόγιο δάνειο) καθαρεύουσα ἐπί λέξει
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /epi‿ ˈleksi/
Έκφραση
επεξεργασίαεπί λέξει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επί λέξει