ἐπί λέξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐπί λέξει < → δείτε επί & δοτική ενικού λέξει του λέξις (λέξη) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
ἐπί λέξει
- (καθαρεύουσα) → δείτε επί λέξει