słowo
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | słowo | słowa |
γενική | słowa | słów |
δοτική | słowu | słowom |
αιτιατική | słowo | słowa |
οργανική | słowem | słowami |
τοπική | słowie | słowach |
κλητική | słowo | słowa |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
słowo (pl)
- η λέξη
- słowniki są pełne słowami - τα λεξικά είναι γεμάτα λέξεις
- ο λόγος
- daj mi słowo, że jutro w końcu to zrobisz - δώσε μου το λόγο σου ότι αύριο επιτέλους θα το κάνεις