Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οξυντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οξυντικ
ός
η
οξυντικ
ή
το
οξυντικ
ό
γενική
του
οξυντικ
ού
της
οξυντικ
ής
του
οξυντικ
ού
αιτιατική
τον
οξυντικ
ό
την
οξυντικ
ή
το
οξυντικ
ό
κλητική
οξυντικ
έ
οξυντικ
ή
οξυντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οξυντικ
οί
οι
οξυντικ
ές
τα
οξυντικ
ά
γενική
των
οξυντικ
ών
των
οξυντικ
ών
των
οξυντικ
ών
αιτιατική
τους
οξυντικ
ούς
τις
οξυντικ
ές
τα
οξυντικ
ά
κλητική
οξυντικ
οί
οξυντικ
ές
οξυντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οξυντικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
οξυντικός, -ή, -ό
που
οξύνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οξυντικός