Ετυμολογία

επεξεργασία
παροξύνω < αρχαία ελληνική παροξύνω < παρά + ὀξύνω < ὀξύς

παροξύνω (παθητική φωνή: παροξύνομαι)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παροξύνω < ελληνιστική κοινή παροξύνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική παροξύνω < παρά + ὀξύνω < ὀξύς

παροξύνω (παθητική φωνή: παροξύνομαι)

  1. (γραμματική) θέτω οξεία (κι όχι περισπωμένη στην παραλήγουσα) μιας λέξης
  2. (γραμματική) για λέξη γραμμένη στο μονοτονικό σύστημα που τονίζεται στην παραλήγουσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία