οξυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οξυμένος | η | οξυμένη | το | οξυμένο |
γενική | του | οξυμένου | της | οξυμένης | του | οξυμένου |
αιτιατική | τον | οξυμένο | την | οξυμένη | το | οξυμένο |
κλητική | οξυμένε | οξυμένη | οξυμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οξυμένοι | οι | οξυμένες | τα | οξυμένα |
γενική | των | οξυμένων | των | οξυμένων | των | οξυμένων |
αιτιατική | τους | οξυμένους | τις | οξυμένες | τα | οξυμένα |
κλητική | οξυμένοι | οξυμένες | οξυμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οξυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οξύνω
Μετοχή
επεξεργασίαοξυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οξύνω