↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξυμένος η οξυμένη το οξυμένο
      γενική του οξυμένου της οξυμένης του οξυμένου
    αιτιατική τον οξυμένο την οξυμένη το οξυμένο
     κλητική οξυμένε οξυμένη οξυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξυμένοι οι οξυμένες τα οξυμένα
      γενική των οξυμένων των οξυμένων των οξυμένων
    αιτιατική τους οξυμένους τις οξυμένες τα οξυμένα
     κλητική οξυμένοι οξυμένες οξυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οξυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οξύνω

οξυμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία