αἰσχύνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μέση-παθητική φωνή του αἰσχύνω
Ρήμα επεξεργασία
αἰσχύνομαι
- ατιμάζομαι
- ντρέπομαι, νιώθω ντροπή για ένα πράγμα ή για κάτι που έκανα ή να κάνω κάτι
- "οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾶς" (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 856-847
- ντρέπομαι κάποιον, επειδή τον σέβομαι
- "Αἰσχυνθέντες οὖν τάς τε τῶν Ἑλλήνων ἐς ὑμᾶς ἐλπίδας καὶ Δία τὸν Ὀλύμπιον" (Θουκυδ. Γ΄ 14.1)