αισχύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αισχύνομαι < αρχαία ελληνική αἰσχύνομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈsçi.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίααισχύνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αισχύνομαι | αισχυνόμουν(α) | θα αισχύνομαι | να αισχύνομαι | αισχυνόμενος | |
β' ενικ. | αισχύνεσαι | αισχυνόσουν(α) | θα αισχύνεσαι | να αισχύνεσαι | (αισχύνου) | |
γ' ενικ. | αισχύνεται | αισχυνόταν(ε) | θα αισχύνεται | να αισχύνεται | ||
α' πληθ. | αισχυνόμαστε | αισχυνόμαστε αισχυνόμασταν |
θα αισχυνόμαστε | να αισχυνόμαστε | ||
β' πληθ. | αισχύνεστε | αισχυνόσαστε αισχυνόσασταν |
θα αισχύνεστε | να αισχύνεστε | (αισχύνεστε) | |
γ' πληθ. | αισχύνονται | αισχύνονταν αισχυνόντουσαν |
θα αισχύνονται | να αισχύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αισχύνθηκα | θα αισχυνθώ | να αισχυνθώ | αισχυνθεί | ||
β' ενικ. | αισχύνθηκες | θα αισχυνθείς | να αισχυνθείς | αισχύνσου | ||
γ' ενικ. | αισχύνθηκε | θα αισχυνθεί | να αισχυνθεί | |||
α' πληθ. | αισχυνθήκαμε | θα αισχυνθούμε | να αισχυνθούμε | |||
β' πληθ. | αισχυνθήκατε | θα αισχυνθείτε | να αισχυνθείτε | αισχυνθείτε | ||
γ' πληθ. | αισχύνθηκαν αισχυνθήκαν(ε) |
θα αισχυνθούν(ε) | να αισχυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αισχυνθεί | είχα αισχυνθεί | θα έχω αισχυνθεί | να έχω αισχυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αισχυνθεί | είχες αισχυνθεί | θα έχεις αισχυνθεί | να έχεις αισχυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αισχυνθεί | είχε αισχυνθεί | θα έχει αισχυνθεί | να έχει αισχυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αισχυνθεί | είχαμε αισχυνθεί | θα έχουμε αισχυνθεί | να έχουμε αισχυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αισχυνθεί | είχατε αισχυνθεί | θα έχετε αισχυνθεί | να έχετε αισχυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αισχυνθεί | είχαν αισχυνθεί | θα έχουν αισχυνθεί | να έχουν αισχυνθεί |