παραθετικά
θετικός ashamed
συγκριτικός more ashamed
υπερθετικός most ashamed

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ashamed < παλαιοαγγλικά: āscamod, μετοχή του ρήματος āscamian ‘feel shame’ < ā- (σαν ενισχυτικό πρόθημα) + αγγλικό ρήμα shame

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈʃeɪmd/

  Επίθετο

επεξεργασία

ashamed (en)

  • ντροπιασμένος, ντρέπομαι
    He looked ashamed.
    Φαινόταν ντροπιασμένος.
    She ought to be ashamed of herself.
    Θα 'πρεπε να ντρέπεται.
    Mental illness is nothing to be ashamed of.
    Η ψυχική ασθένεια δεν είναι τίποτα για το οποίο πρέπει να ντρέπεσαι.