ashamed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | ashamed |
συγκριτικός | more ashamed |
υπερθετικός | most ashamed |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ashamed < παλαιοαγγλικά: āscamod, μετοχή του ρήματος āscamian ‘feel shame’ < ā- (σαν ενισχυτικό πρόθημα) + αγγλικό ρήμα shame
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαashamed (en)
- ντροπιασμένος, ντρέπομαι
- ↪ He looked ashamed.
- Φαινόταν ντροπιασμένος.
- ↪ She ought to be ashamed of herself.
- Θα 'πρεπε να ντρέπεται.
- ↪ Mental illness is nothing to be ashamed of.
- Η ψυχική ασθένεια δεν είναι τίποτα για το οποίο πρέπει να ντρέπεσαι.
- ↪ He looked ashamed.