Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αἰσχυντηλός αἰσχυντηλή τὸ αἰσχυντηλόν
      γενική τοῦ αἰσχυντηλοῦ τῆς αἰσχυντηλῆς τοῦ αἰσχυντηλοῦ
      δοτική τῷ αἰσχυντηλ τῇ αἰσχυντηλ τῷ αἰσχυντηλ
    αιτιατική τὸν αἰσχυντηλόν τὴν αἰσχυντηλήν τὸ αἰσχυντηλόν
     κλητική ! αἰσχυντηλέ αἰσχυντηλή αἰσχυντηλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αἰσχυντηλοί αἱ αἰσχυντηλαί τὰ αἰσχυντηλᾰ́
      γενική τῶν αἰσχυντηλῶν τῶν αἰσχυντηλῶν τῶν αἰσχυντηλῶν
      δοτική τοῖς αἰσχυντηλοῖς ταῖς αἰσχυντηλαῖς τοῖς αἰσχυντηλοῖς
    αιτιατική τοὺς αἰσχυντηλούς τὰς αἰσχυντηλᾱ́ς τὰ αἰσχυντηλᾰ́
     κλητική ! αἰσχυντηλοί αἰσχυντηλαί αἰσχυντηλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰσχυντηλώ τὼ αἰσχυντηλᾱ́ τὼ αἰσχυντηλώ
      γεν-δοτ τοῖν αἰσχυντηλοῖν τοῖν αἰσχυντηλαῖν τοῖν αἰσχυντηλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰσχυντηλός < αἰσχύνη

  Επίθετο επεξεργασία

αἰσχυντηλός, -ή, -όν