Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αἰσχυντηλός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
αἰσχυντηλ
ός
ἡ
αἰσχυντηλ
ή
τὸ
αἰσχυντηλ
όν
γενική
τοῦ
αἰσχυντηλ
οῦ
τῆς
αἰσχυντηλ
ῆς
τοῦ
αἰσχυντηλ
οῦ
δοτική
τῷ
αἰσχυντηλ
ῷ
τῇ
αἰσχυντηλ
ῇ
τῷ
αἰσχυντηλ
ῷ
αιτιατική
τὸν
αἰσχυντηλ
όν
τὴν
αἰσχυντηλ
ήν
τὸ
αἰσχυντηλ
όν
κλητική
ὦ
!
αἰσχυντηλ
έ
αἰσχυντηλ
ή
αἰσχυντηλ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
αἰσχυντηλ
οί
αἱ
αἰσχυντηλ
αί
τὰ
αἰσχυντηλ
ᾰ́
γενική
τῶν
αἰσχυντηλ
ῶν
τῶν
αἰσχυντηλ
ῶν
τῶν
αἰσχυντηλ
ῶν
δοτική
τοῖς
αἰσχυντηλ
οῖς
ταῖς
αἰσχυντηλ
αῖς
τοῖς
αἰσχυντηλ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
αἰσχυντηλ
ούς
τὰς
αἰσχυντηλ
ᾱ́ς
τὰ
αἰσχυντηλ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
αἰσχυντηλ
οί
αἰσχυντηλ
αί
αἰσχυντηλ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
αἰσχυντηλ
ώ
τὼ
αἰσχυντηλ
ᾱ́
τὼ
αἰσχυντηλ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
αἰσχυντηλ
οῖν
τοῖν
αἰσχυντηλ
αῖν
τοῖν
αἰσχυντηλ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αἰσχυντηλός
<
αἰσχύνη
Επίθετο
επεξεργασία
αἰσχυντηλός, -ή, -όν
αισχυντηλός