Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεδιάντροπος η ξεδιάντροπη το ξεδιάντροπο
      γενική του ξεδιάντροπου της ξεδιάντροπης του ξεδιάντροπου
    αιτιατική τον ξεδιάντροπο την ξεδιάντροπη το ξεδιάντροπο
     κλητική ξεδιάντροπε ξεδιάντροπη ξεδιάντροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεδιάντροποι οι ξεδιάντροπες τα ξεδιάντροπα
      γενική των ξεδιάντροπων των ξεδιάντροπων των ξεδιάντροπων
    αιτιατική τους ξεδιάντροπους τις ξεδιάντροπες τα ξεδιάντροπα
     κλητική ξεδιάντροποι ξεδιάντροπες ξεδιάντροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδιάντροπος < ξε- + αδιάντροπος

  Επίθετο επεξεργασία

ξεδιάντροπος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καθόλου ντροπή, άσεμνος
  2. που δεν έχει καθόλου ντροπή, δεν έχει ηθικές αρχές ούτε αναστολές

  Μεταφράσεις επεξεργασία