ξεδιάντροπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεδιάντροπος < ξε- + αδιάντροπος
Επίθετο επεξεργασία
ξεδιάντροπος, -η, -ο
- που δεν έχει καθόλου ντροπή, άσεμνος
- που δεν έχει καθόλου ντροπή, δεν έχει ηθικές αρχές ούτε αναστολές
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεδιάντροπος