ξετσίπωτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξετσίπωτα < ξετσίπωτος + -α < ξετσιπώνομαι < τσίπα < μεσαιωνική ελληνική τσίπα < σλαβικής προέλευσης tsipa
Επίρρημα
επεξεργασίαξετσίπωτα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξετσίπωτα
|