ξεδιάντροπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεδιάντροπα < ξεδιάντροπος
Επίρρημα
επεξεργασίαξεδιάντροπα
- κατά τρόπο ξεδιάντροπο, χωρίς ντροπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεδιάντροπα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξεδιάντροπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξεδιάντροπο