poli
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- poli < polir
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poli | polis |
θηλυκό | polie | polies |
poli (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
poli (fr) αρσενικό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Ίντο (io) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
poli (io)