correct
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Επιφώνημα
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | correct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | corrects |
αόριστος | corrected |
παθητική μετοχή | corrected |
ενεργητική μετοχή | correcting |
correct (en)