Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός correct
συγκριτικός more correct
υπερθετικός most correct

correct (en)

  1. σωστός, χωρίς λάθη
    ⮡  Your answer was correct. - Η απάντησή σας/σου ήταν σωστή.
  2. σωστός, σύμφωνος με τους κανόνες, ευγενής

  Επιφώνημα

επεξεργασία

correct! (en)

ενεστώτας correct
γ΄ ενικό ενεστώτα corrects
αόριστος corrected
παθητική μετοχή corrected
ενεργητική μετοχή correcting

correct (en)



  Επίθετο

επεξεργασία

correct (fr)