correct
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | correct |
συγκριτικός | more correct |
υπερθετικός | most correct |
correct (en)
- σωστός, χωρίς λάθη
- ⮡ Your answer was correct. - Η απάντησή σας/σου ήταν σωστή.
- σωστός, σύμφωνος με τους κανόνες, ευγενής
Επιφώνημα
επεξεργασίαcorrect! (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | correct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | corrects |
αόριστος | corrected |
παθητική μετοχή | corrected |
ενεργητική μετοχή | correcting |
correct (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcorrect (fr)