Ουσιαστικό

επεξεργασία

polo (fr) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) το πόλο
  2. (ενδυμασία) μπλούζα με μανίκια και γιακά




  Ετυμολογία

επεξεργασία
polo < pol- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική polo poloj
αιτιατική polon polojn

polo (eo)



ενικός πληθυντικός
polo polos

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

polo (es) αρσενικό



ενικός πληθυντικός
polo poli

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

polo (it) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
polo < por + o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
polo polos

polo (pt) αρσενικό

  Συγχώνευση

επεξεργασία

polo (pt)