• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

por

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Εσπεράντο (eo)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Πρόθεση
  • 2 Πολωνικά (pl)
    • 2.1 Ουσιαστικό
      • 2.1.1 Συγγενικές λέξεις

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΠρόθεσηΕπεξεργασία

por (eo)

  • για



Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

por (pl) αρσενικό

  1. πράσο
  2. πόρος (μικρό άνοιγμα)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • porowatość
  • porowaty
  • porowy
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=por&oldid=5246414"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:10
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:10.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie