πόλο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πόλο ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) είδος παιχνιδιού στο οποίο δυο έφιππες ομάδες προσπαθούν να σπρώξουν μια ξύλινη μπάλα με ένα είδος σφυριού με επίμηκες χερούλι
- (ναυτικός όρος): ναυτάθλημα, η υδατοσφαίριση
- κοντομάνικο μπλουζάκι με γιακά και άνοιγμα στο λαιμό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υδατοσφαίριση
→ δείτε τη λέξη υδατοσφαίριση |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
πόλο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του πόλος