Ετυμολογία

επεξεργασία
malpoli < mal + poli

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό malpoli malpolis
θηλυκό malpolie malpolies

malpoli (fr)

  1. αγενής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
malpoli malpolis

malpoli (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αγενής

Συνώνυμα

επεξεργασία