Ετυμολογία

επεξεργασία
raisonnable < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
raisonnable raisonnables

raisonnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό