Ετυμολογία

επεξεργασία
συναναστρέφομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναναστρέφομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ανα- + στρέφομαι του στρέφω.
ΔΦΑ : /si.na.naˈstɾe.fo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναναστρέφομαι
παλιότερος συλλαβισμός: συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι, πρτ.: συναναστρεφόμουν, αόρ.: συναναστράφηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία