ενεστώτας interact
γ΄ ενικό ενεστώτα interacts
αόριστος interacted
παθητική μετοχή interacted
ενεργητική μετοχή interacting

  Ετυμολογία

επεξεργασία
interact < inter- + act

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪntəɹˈækt/ (βρετανικό)

interact (en)

  • αλληλεπιδρώ
    Whales interact with each other by sound.
    Οι φάλαινες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με ήχο.

Παράγωγα

επεξεργασία