ενεστώτας interact
γ΄ ενικό ενεστώτα interacts
αόριστος interacted
παθητική μετοχή interacted
ενεργητική μετοχή interacting

Ετυμολογία

επεξεργασία

interact (en)

  • αλληλεπιδρώ
      Whales interact with each other by sound.
    Οι φάλαινες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με ήχο.

Παράγωγα

επεξεργασία