επιστάμενος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | επιστάμενος | επιστάμενη | επιστάμενο |
γενική | επιστάμενου | επιστάμενης | επιστάμενου |
αιτιατική | επιστάμενο | επιστάμενη | επιστάμενο |
κλητική | επιστάμενε | επιστάμενη | επιστάμενο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | επιστάμενοι | επιστάμενες | επιστάμενα |
γενική | επιστάμενων | επιστάμενων | επιστάμενων |
αιτιατική | επιστάμενους | επιστάμενες | επιστάμενα |
κλητική | επιστάμενοι | επιστάμενες | επιστάμενα |
Λόγιοι τύποι κατά την αρχαία κλίση: * Αρσενικό και oυδέτερο: γενική ενικού: του επισταμένου, γενική πληθυντικού: των επισταμένων. * Αρσενικό, και αιτιατική πληθυντικού: τους επισταμένους. * Θηλυκό, η επισταμένη, της επισταμένης, οι επιστάμενες, των επισταμένων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιστάμενος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐπιστάμενος (που ξέρει, που είναι επιδέξιος)[1] μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἐπίσταμαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈsta.me.nos/
- συλλαβισμός : ε‐πι‐στά‐με‐νος
ΜετοχήΕπεξεργασία
επιστάμενος αρσενικό (επιστάμενη, επισταμένη θηλυκό, επιστάμενο ουδέτερο)
- (λόγιο) που γίνεται πολύ προσεκτικά
- μόνο μετά από επισταμένη μελέτη μπορούν να βγουν συμπεράσματα
Επεξεργασία
- επισταμένως (επίρρημα)
- επιστήμη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «επιστάμενος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.