πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θεῖον τὰ θεῖ
      γενική τοῦ θείου τῶν θείων
      δοτική τῷ θεί τοῖς θείοις
    αιτιατική τὸ θεῖον τὰ θεῖ
     κλητική ! θεῖον θεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θείω
γεν-δοτ τοῖν  θείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

θεῖον

  1. το θεϊκό στοιχείο, το σχετικό με τη θεϊκή βούληση, η θεϊκή φύση, η θεϊκή πράξη
  2. (στον πληθυντικό) τὰ θεῖα: η θρησκεία, η ιερότητα, η πρόνοια του Θεού ή οι αποφάσεις του

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

θεῖον < από παλαιότερο τύπο θέειον (*θέϝειον)[1] < συνήθως συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη), με ομόρριζα πιθανώς τα *θύω[2] (καπνίζω, παράγω καπνό)[3], θύος (θυσία, θυμίαμα), θυμιῶ/θυμιάω (καίω και παράγω καπνό), *θυμός (καπνός)[4]

Ουσιαστικό 2

επεξεργασία

θεῖον

  • θειάφι (επειδή ίσως το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

θεῖον

Αναφορές

επεξεργασία
  1. θεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  2. θεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. θύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  4. θυμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012