θεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θεῖον | τὰ | θεῖᾰ |
γενική | τοῦ | θείου | τῶν | θείων |
δοτική | τῷ | θείῳ | τοῖς | θείοις |
αιτιατική | τὸ | θεῖον | τὰ | θεῖᾰ |
κλητική ὦ! | θεῖον | θεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θεῖος
Ουσιαστικό 1
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Ουσιαστικό 2
επεξεργασία
θεῖον
- θειάφι (επειδή ίσως το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός τύπος : θέειον
- επικός, και ιωνικός τύπος : θήϊον (άπαξ λεγόμενον)
Παράγωγα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
θεῖον
Πηγές
επεξεργασία
- θεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ θεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ θεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ θύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ θυμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012