τιθήνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τιθήνη | αἱ | τιθῆναι |
γενική | τῆς | τιθήνης | τῶν | τιθηνῶν |
δοτική | τῇ | τιθήνῃ | ταῖς | τιθήναις |
αιτιατική | τὴν | τιθήνην | τὰς | τιθήνᾱς |
κλητική ὦ! | τιθήνη | τιθῆναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τιθήνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τιθήναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τιθήνη < ρήμα *θάω (με αναδιπλασιασμό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατιθήνη, -ης θηλυκό [ ῐ ]
- τροφός, παραμάνα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 467 (στίχοι 466-468)
- Ὣς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ· | ἂψ δ᾽ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης | ἐκλίνθη ἰάχων,
- Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του· | έσκουξ᾽ εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ· | ἂψ δ᾽ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης | ἐκλίνθη ἰάχων,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 389 (στίχοι 388-389)
- ἡ μὲν δὴ πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει, | μαινομένῃ ἐϊκυῖα· φέρει δ᾽ ἅμα παῖδα τιθήνη.»
- και ως φρενιασμένη θα ᾽φθασε στα τείχη τώρα κείνη, | κι έχει σιμά της η τροφός το βρέφος στην αγκάλη».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἡ μὲν δὴ πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει, | μαινομένῃ ἐϊκυῖα· φέρει δ᾽ ἅμα παῖδα τιθήνη.»
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Νόμος, (Lex), κεφ. 4, p. 642 @scaife.perseus
- Ἡ δὲ ἀπειρίη, κακὸς θησαυρὸς καὶ κακὸν κειμήλιον τοῖσιν ἔχουσιν αὐτέην, καὶ ὄναρ καὶ ὕπαρ, εὐθυμίης τε καὶ εὐφροσύνης ἄμοιρος, δειλίης τε καὶ θρασύτητος τιθήνη. Δειλίη μὲν γὰρ ἀδυναμίην σημαίνει· θρασύτης δὲ, ἀτεχνίην.
- ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης αναφέρεται στην έλλειψη πρακτικής εμπειρίας στους γιατρούς.
- Ἡ δὲ ἀπειρίη, κακὸς θησαυρὸς καὶ κακὸν κειμήλιον τοῖσιν ἔχουσιν αὐτέην, καὶ ὄναρ καὶ ὕπαρ, εὐθυμίης τε καὶ εὐφροσύνης ἄμοιρος, δειλίης τε καὶ θρασύτητος τιθήνη. Δειλίη μὲν γὰρ ἀδυναμίην σημαίνει· θρασύτης δὲ, ἀτεχνίην.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 467 (στίχοι 466-468)
- μητέρα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- χιόνος τιθήνα: το ηφαίστειο Αίτνα
- → δείτε παράθεμα στο τιθήνα
- ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη: η γη
- βίου τιθήνη: το τραπέζι του δείπνου
Αναφορές
επεξεργασία- τιθήνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τιθήνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.