Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αίτνα
      γενική της Αίτνας
    αιτιατική την Αίτνα
     κλητική Αίτνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αίτνα < αρχαία ελληνική Αἴτνα[1] / Αἴτνη[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ai-dh < *h₂eydʰ- (φωτιά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈet.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αίτ‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αίτνα θηλυκό

  1. βουνό και ηφαίστειο της Σικελίας
  2. (μυθολογία) νύμφη της Σικελίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Αἴτνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. Αἴτνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.