Βεζούβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βεζούβιος | ||
γενική | του | Βεζούβιου & Βεζουβίου | ||
αιτιατική | τον | Βεζούβιο | ||
κλητική | Βεζούβιε | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veˈzu.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐ζού‐βι‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒεζούβιος αρσενικό