↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεσπέσιος η θεσπέσια το θεσπέσιο
      γενική του θεσπέσιου της θεσπέσιας του θεσπέσιου
    αιτιατική τον θεσπέσιο τη θεσπέσια το θεσπέσιο
     κλητική θεσπέσιε θεσπέσια θεσπέσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεσπέσιοι οι θεσπέσιες τα θεσπέσια
      γενική των θεσπέσιων των θεσπέσιων των θεσπέσιων
    αιτιατική τους θεσπέσιους τις θεσπέσιες τα θεσπέσια
     κλητική θεσπέσιοι θεσπέσιες θεσπέσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεσπέσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεσπέσιος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeˈspe.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐σπέ‐σι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεσπέσιος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θεσπέσιος θεσπεσί
θεσπέσιος
τὸ θεσπέσιον
      γενική τοῦ θεσπεσίου τῆς θεσπεσίᾱς
θεσπεσίου
τοῦ θεσπεσίου
      δοτική τῷ θεσπεσί τῇ θεσπεσί
θεσπεσί
τῷ θεσπεσί
    αιτιατική τὸν θεσπέσιον τὴν θεσπεσίᾱν
θεσπέσιον
τὸ θεσπέσιον
     κλητική ! θεσπέσιε θεσπεσί
θεσπέσιε
θεσπέσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θεσπέσιοι αἱ θεσπέσιαι
θεσπέσιοι
τὰ θεσπέσι
      γενική τῶν θεσπεσίων τῶν θεσπεσίων
θεσπεσίων
τῶν θεσπεσίων
      δοτική τοῖς θεσπεσίοις ταῖς θεσπεσίαις
θεσπεσίοις
τοῖς θεσπεσίοις
    αιτιατική τοὺς θεσπεσίους τὰς θεσπεσίᾱς
θεσπεσίους
τὰ θεσπέσι
     κλητική ! θεσπέσιοι θεσπέσιαι
θεσπέσιοι
θεσπέσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεσπεσίω τὼ θεσπεσί
θεσπεσίω
τὼ θεσπεσίω
      γεν-δοτ τοῖν θεσπεσίοιν τοῖν θεσπεσίαιν
θεσπεσίοιν
τοῖν θεσπεσίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεσπέσιος, ήδη ομηρικό < *θεσ-σπ-ετος < *θεσ- < όπως στο θεός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰéh₁s + ρηματικό επίθετο *σπε‑τός < θέμα που υπάρχει στο ἐννέπω, όπως στο απαρέμφατο ἐνι-σπεῖν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (λέω)[1] → δείτε και τον τύπο δεύτερου αόριστου ἔσπετε

  Επίθετο

επεξεργασία

θεσπέσιος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον

  1. (κυρίως για φωνή) θεϊκή
  2. αυτό που μόνο θεός μπορεί να πει, άρρητος
  3. θεσπέσιος, έξοχος
  4. δυσοίωνος, τρομερός, φριχτός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.