ἐννέπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐννέπω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐννέπω
- άλλη μορφή του ἐνέπω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 761 (στίχοι 761-762)
- τίς τ᾽ ἂρ τῶν ὄχ᾽ ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα, | αὐτῶν ἠδ᾽ ἵππων, οἳ ἅμ᾽ Ἀτρεΐδῃσιν ἕποντο.
- Τώρα ποιος άνδρας κάλλιστος, ποιος ίππος ήτο απ᾽ όσους | με τους Ατρείδες στράτευσαν, συ, Μούσα, δίδαξέ με·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τίς τ᾽ ἂρ τῶν ὄχ᾽ ἄριστος ἔην, σύ μοι ἔννεπε, Μοῦσα, | αὐτῶν ἠδ᾽ ἵππων, οἳ ἅμ᾽ Ἀτρεΐδῃσιν ἕποντο.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 243 (4.242-4.243)
- αὐτίκα δ᾽ Ἀελίου θαυ-|μαστὸς υἱὸς δέρμα λαμπρόν | ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι·
- Ευθύς του Ήλιου ο θαυμαστός γιος | φανέρωσε πού η μάχαιρα του Φρίξου είχε απλώσει | το δέρμα το λαμπρό,
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- αὐτίκα δ᾽ Ἀελίου θαυ-|μαστὸς υἱὸς δέρμα λαμπρόν | ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 764 (764-765)
- ὃ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐννέπει, τέκνον, δορὶ | βούλου κρατεῖν μέν, σὺν θεῷ δ᾽ ἀεὶ κρατεῖν.
- Παρότι εκείνος έλεγε: γιε μου, μαζί σου συμφωνώ, | να θες πάντα να βγαίνεις νικητής στον πόλεμο, αλλά μ᾽ έναν θεό στο πλάι συνεργό, τη νίκη να γυρεύεις.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ὃ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐννέπει, τέκνον, δορὶ | βούλου κρατεῖν μέν, σὺν θεῷ δ᾽ ἀεὶ κρατεῖν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 761 (στίχοι 761-762)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐννέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐννέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.