Δείτε επίσης: Θέσπιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θέσπιος τὸ θέσπιον
      γενική τοῦ/τῆς θεσπίου τοῦ θεσπίου
      δοτική τῷ/τῇ θεσπί τῷ θεσπί
    αιτιατική τὸν/τὴν θέσπιον τὸ θέσπιον
     κλητική ! θέσπιε θέσπιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θέσπιοι τὰ θέσπι
      γενική τῶν θεσπίων τῶν θεσπίων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεσπίοις τοῖς θεσπίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεσπίους τὰ θέσπι
     κλητική ! θέσπιοι θέσπι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεσπίω τὼ θεσπίω
      γεν-δοτ τοῖν θεσπίοιν τοῖν θεσπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέσπιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

θέσπιος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία