hiérarchique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /je.ʁaʁ.ʃik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hiérarchique | hiérarchiques |
hiérarchique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hiérarchique | hiérarchiques |
hiérarchique (fr) αρσενικό ή θηλυκό