ιερόσυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιερόσυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερόσυλος < ἱερός (ιερό-) + συλάω/συλῶ + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.eˈɾo.si.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρό‐συ‐λος
Επίθετο επεξεργασία
ιερόσυλος, -η, ο
- που προσβάλλει με τις ενέργειές του την ιερότητα ενός χώρου
- Αρκετά χρόνια πίσω εκτείνεται η δράση του ιερόσυλου Ρουμάνου που συνελήφθη στις 13 Ιουνίου στο Άγιο Όρος (Συνέχεια του ιερόσυλου Ρουμάνου από το Άγιο Όρος, Παρασκευή, 21 Ιουνίου 2019, halkidikifocus.gr [1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιερόσυλος αρσενικό