ἱερόσυλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἱερόσυλος [ῡ] αρσενικό
- ο κλέφτης, ληστής ναού
- ※ ιερόσυλος μείζων εστί του κλέπτου (Rhetores Graeci, τομ. 2, 1835 , Ομιλίαι εις Αφθόνιον, σελ. 389 [1])
- αυτός που διαρπάζει οτιδήποτε ιερό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ἱερός και συλάω
Πηγές επεξεργασία
- ἱερόσυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱερόσυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.