λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱερόσυλος < (ἱερός) ἱερό- + συλ(άω)/συλῶ + -ος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱερόσυλος [] αρσενικό

  1. ο κλέφτης, ληστής ναού
      ιερόσυλος μείζων εστί του κλέπτου (Rhetores Graeci, τομ. 2, 1835 , Ομιλίαι εις Αφθόνιον, σελ. 389 )
  2. αυτός που διαρπάζει οτιδήποτε ιερό

Συγγενικά

επεξεργασία