Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱεροσυλία < ἱερόσυλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱεροσυλία

  1. ο σύληση ναού, ή ιερού χώρου
  2. η διαρπαγή ιερών πραγμάτων