profanateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- profanateur < εκκλησιαστική λατινική profanator
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɔ.fa.na.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | profanateur | profanateurs |
θηλυκό | profanatrice | profanatrices |
profanateur (fr)