Ετυμολογία

επεξεργασία
profane < λατινική profanum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɔ.fan/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
profane profanes

profane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν έχει σχέση με τη θρησκεία
     συνώνυμα: laïque, temporel
     αντώνυμα: religieux, sacré, spirituel
  2. (πιο συνηθισμένο)
  1. ο μη μυημένος σε μια επιστήμη, τέχνη, τεχνολογία, τρόπο ζωής, κλπ.
     συνώνυμα: béotien, ignorant
     αντώνυμα: connaisseur
  2. αυτός που γνωρίζει πολύ λίγο (μια επιστήμη, τέχνη, κλπ.)
     συνώνυμα: ignare, novice,
     αντώνυμα: érudit, savant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
profane profanes

profane (fr) αρσενικό

profane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο μη μυημένος σε κάποια θρησκεία
  2. (πιο συνηθισμένο) γενικά, ο μη μυημένος σε κάτι
     συνώνυμα: non-initié
     αντώνυμα: initié

Συγγενικά

επεξεργασία