profane
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
profane | profanes |
profane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν έχει σχέση με τη θρησκεία
- (πιο συνηθισμένο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
profane | profanes |
profane (fr) αρσενικό
- άσχετος με τα θρησκευτικά θέματα
profane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο μη μυημένος σε κάποια θρησκεία
- (πιο συνηθισμένο) γενικά, ο μη μυημένος σε κάτι
- ≈ συνώνυμα: non-initié
- ≠ αντώνυμα: initié