μυημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυημένος | η | μυημένη | το | μυημένο |
γενική | του | μυημένου | της | μυημένης | του | μυημένου |
αιτιατική | τον | μυημένο | τη | μυημένη | το | μυημένο |
κλητική | μυημένε | μυημένη | μυημένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυημένοι | οι | μυημένες | τα | μυημένα |
γενική | των | μυημένων | των | μυημένων | των | μυημένων |
αιτιατική | τους | μυημένους | τις | μυημένες | τα | μυημένα |
κλητική | μυημένοι | μυημένες | μυημένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μυώ
Μετοχή
επεξεργασίαμυημένος
- αυτός που έχει μυηθεί