Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό savant savants
θηλυκό savante savantes

savant (fr) αρσενικό

  1. πολύξερος
  2. επιστημονικός
  3. επιδέξιος