Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.ik/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
laïque laïques

laïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό